- ενάερος
- -η, -ο (AM ἐνάερος, -ον)εναέριοςαρχ.αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, που δεν διακρίνεται.επίρρ...ενάερα και ανάεραεναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνάερον — ἐνά̱ερον , ἐνάερος tinted like the air masc/fem acc sg ἐνά̱ερον , ἐνάερος tinted like the air neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)